ἀποκομίζει

ἀποκομίζει
ἀποκομίζω
carry away
pres ind mp 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
pres ind act 3rd sg
ἀποκομίζω
carry away
pres ind mp 2nd sg
ἀποκομίζω
carry away
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έσοδο — το (Μ ἔσοδον) 1. ό,τι αποκομίζει κάποιος από την προσωπική του εργασία ή από την ακίνητη και κινητή περιουσία του, το εισόδημα 2. φρ. «δημόσια έσοδα» το σύνολο τών εισπράξεων τού δημοσίου σε χρήμα από φόρους, μισθώματα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εκμεταλλευτής — ο 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κάποια κερδοφόρα πηγή 2. αυτός που επωφελείται από τις ανάγκες άλλων και αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή άλλα οφέλη εις βάρος τους («εκμεταλλευτής τών εργατών») …   Dictionary of Greek

  • θεομπαίχτης — ο, θηλ. θεομπαίχτρα και θεομπαίχτισσα 1. αυτός που εμπαίζει τον θεό και τα θεία, ο ασεβής 2. ο απατεώνας, ο κακοήθης που υποκρίνεται τον ευσεβή για να αποκομίζει ατομικά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μπαίχτης (< εμ παίκτης < εμ παίζω), τ.… …   Dictionary of Greek

  • λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • υπεραξία — Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο… …   Dictionary of Greek

  • υπερτίμημα — το, Ν [υπερτιμώ] 1. η αύξηση τής αξίας ή τής προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου 2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση τής περιουσίας του 3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ψιλικατζής — ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν 1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. τζής* (πρβλ. ταξι τζής)] …   Dictionary of Greek

  • Ονδούρα — Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει ΒΔ με τη Γουατεμάλα, ΝΔ με το Ελ Σαλβαδόρ, Ν με τη Νικαράγουα. Βρέχεται Β από τη θάλασσα των Αντιλλών, και Ν έχει μια μικρή μόνο διέξοδο στον Ειρηνικό ωκεανό.Στην Ο. ανήκουν τα νησιά που βρίσκονται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”